παλίρρους

παλίρρους
παλίρρους, -ουν και -οος, -οον (Α)
1. αυτός που ρέει προς τα πίσω («εἰς δὲ γῆν πάλιν κλύδων παλίρρους ἦγε ναῡν», Ευρ.)
2. (για την αναπνοή) αυτός που εισέρχεται και εξέρχεται («παλίρρους ἀήρ», Οππ.)
3. αυτός που επανέρχεται εναντίον κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + ῥόος / ῥοῦς (< ῥέω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • παλίρρους — back flowing masc/fem nom pl παλίρρους back flowing masc/fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλίρρουν — παλίρρους back flowing masc/fem acc sg παλίρρους back flowing neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλίρροιος — παλίρροιος, ον (Α) [παλίρρους] (για κύματα) παλίρρους …   Dictionary of Greek

  • παλίρροον — παλίρροος back flowing masc/fem acc sg παλίρροος back flowing neut nom/voc/acc sg παλίρρους back flowing masc/fem acc sg παλίρρους back flowing neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάλι — (ΑΜ πάλι και πάλιν) επίρρ. 1. (χρονικό) εκ νέου, ξανά, άλλη μια φορά (α. «πάλι με χρόνους με καιρούς, πάλι δικά μας θά ναι» β. «καὶ εἰσῆλθε πάλιν εἰς τὴν συναγωγήν», ΚΔ) 2. (τοπικό) πίσω (α. «θα σού δώσω πάλι όσα δανείστηκα» β. «πάλιν χώρει μηδ… …   Dictionary of Greek

  • παλίρροια — Το φαινόμενο της περιοδικής διακύμανσης της στάθμης των θαλασσών, το οποίο περιλαμβάνει δύο εναλλασσόμενες φάσεις, την πλημμυρίδα (άνοδος της θάλασσας) και την άμπωτη (κάθοδος της θάλασσας). Η π. προκαλείται κυρίως από τη μαγνητική έλξη της… …   Dictionary of Greek

  • παλίρρυτος — και παλίνρυτος, ον (Α) παλίρρους*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + ῥυτός (< ῥέω), πρβλ. αλί ρρυτος] …   Dictionary of Greek

  • παλιρροώ — παλιρροῶ, έω (Α) [παλίρρους] ρέω προς μία κατεύθυνση και αποσύρομαι από την ίδια («παλιρροεῑν γὰρ φάναι τὴν θάλατταν», Στράβ.) …   Dictionary of Greek

  • παλιρρόθιος — παλιρρόθιος, ίη, ον (Α) 1. (για κύμα) αυτός που φέρεται προς τα πίσω 2. παλίρρους*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + ρόθος «ορμητική κίνηση» (πρβλ. αλί ρροθος)] …   Dictionary of Greek

  • παλιρρόου — παλίρροος back flowing masc/fem/neut gen sg παλίρρους back flowing masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”